- σεσκι-
- Νχημ. πρόθημα χημικών ενώσεων που σημαίνει ενάμισυ και υποδηλώνει την αναλογία 2:3 μεταξύ δύο στοιχείων μιας ένωσης, όπως είναι λ.χ. τα σεσκιοξείδια, τα σεσκιανθρακικά άλατα, τα σεσκιτερπένια κ.ά.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. sesqui- < λατ. sesqui «ενάμισης»].
Dictionary of Greek. 2013.